βόλισμα

βόλισμα
το [βολίζω]
το αποτέλεσμα της βυθομέτρησης με βολίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βόλισμα — το το αποτέλεσμα της βυθομέτρησης με βολίδα, επομένως ο αριθμός που σημειώνεται στους ναυτικούς χάρτες και δηλώνει το βάθος: Σ αυτό το σημείο η θάλασσα έχει βόλισμα 1.200 μ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”